- ζωοθηρικη
- ζῳοθηρικήζῳο-θηρική
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ζωοθηρικός — ζῳοθηρικός, ή, όν (Α) [ζωοθηρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοθηρία, ο κατάλληλος για τη ζωοθηρία 2. το θηλ. ως ουσ. η ζῳοθηρική (ενν. τέχνη) η ζωοθηρία … Dictionary of Greek